στωμύλος

στωμύλος
-η, -ο / στωμύλος, -ον, ΝΜΑ, και στομύλος, θηλ. και -ύλη Α
1. (για πρόσ.) ομιλητικός, λάλος, ευφραδής, εύγλωττος
2. (για λόγο) ευχάριστος, γλαφυρός
αρχ.
φλύαρος.
επίρρ...
στωμύλως ΝΜΑ
κατά τρόπο που αρμόζει σε στωμύλο, με στωμυλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, το επίθ. έχει σχηματιστεί από την εκτεταμένη βαθμίδα στωμ- τής λ. στόμα (απ' όπου και οι γρφ. του τ. με φωνηεντισμό -ο-) και εμφανίζει επίθημα -ύλος (πρβλ. καμπ-ύλος, στρογγ-ύλος), αν και η άποψη αυτή προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες, δεδομένου ότι η έννοια τού φλύαρου δεν ανάγεται άμεσα στη λ. στόμα (πρβλ. ωστόσο στομο-δόκος «φλύαρος»). Απίθανη, τέλος, φαίνεται η σύνδεση τού τ. με το βεδδ. stāmu- με υποθετική σημ. ήχου, αν αυτό συνδεθεί με τον τ. stoma- «ύμνος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • στωμύλος — wordy masc nom sg στωμύλος wordy masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στωμύλα — στωμύλος wordy neut nom/voc/acc pl στωμύλᾱ , στωμύλος wordy fem nom/voc/acc dual στωμύλᾱ , στωμύλος wordy fem nom/voc sg (doric aeolic) στωμύλος wordy neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στωμύλον — στωμύλος wordy masc acc sg στωμύλος wordy neut nom/voc/acc sg στωμύλος wordy masc/fem acc sg στωμύλος wordy neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στωμύλως — στωμύλος wordy adverbial στωμύλος wordy masc acc pl (doric) στωμύλος wordy adverbial στωμύλος wordy masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στωμύλων — στωμύλος wordy fem gen pl στωμύλος wordy masc/neut gen pl στωμύλος wordy masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στωμυλωτέρως — στωμύλος wordy masc acc comp pl (doric) στωμύλος wordy masc acc comp pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στωμυλώτατος — στωμύλος wordy masc nom superl sg στωμύλος wordy masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στωμυλώτερα — στωμύλος wordy neut nom/voc/acc comp pl στωμύλος wordy neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στωμύλε — στωμύλος wordy masc voc sg στωμύλος wordy masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στωμύλοι — στωμύλος wordy masc nom/voc pl στωμύλος wordy masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”